- αγκυλογλώχιν
- ἀγκυλογλώχιν (-ινος), ὁ (Α)(για τον κόκορα) αυτός που έχει αγκύλο, γαμψό πτερνιστήρα (πλήκτρο).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλωχίν (-ῖνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχῑν , ἀγκυλογλώχιν with hooked spurs masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)